- τεμαχιστός
- -ή, -όκομματιαστός, κατακομμένος: Το σουβλάκι γίνεται από τεμαχιστό κρέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεμαχιστός — ή, ό / τεμαχιστὸς, ή, όν, ΝΜΑ [τεμαχίζω] κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος … Dictionary of Greek
τεμαχιστοί — τεμαχιστός sliced and salted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχιστούς — τεμαχιστός sliced and salted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχιστικός — ή, ό, Ν [τεμαχιστός] ο χρήσιμος για τεμαχισμό … Dictionary of Greek